γεύηται

γεύηται
γεύω
give a taste
pres subj mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προγευματίζω — ΝΑ νεοελλ. 1. παίρνω το πρόγευμα, το πρωινό μου 2. (παλαιότερα) τρώω το μεσημεριανό μου, γευματίζω αρχ. δοκιμάζω, γεύομαι κάτι προηγουμένως («ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ταγεύηται — τᾱγεύηται , ταγεύω to be pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”